- μελλοθανάτων
- μελλοθάνατοςat the point of aeathmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελλοθάνατος — η, ο 1. εκείνος που πρόκειται να πεθάνει σύντομα: Αίθουσα μελλοθανάτων. 2. αυτός που θα θανατωθεί ως κατάδικος: Η πτέρυγα των μελλοθανάτων στη φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελογραμμένος — η, ο 1. ο αγγελοζωγραφιστός* 2. ο ετοιμοθάνατος, επειδή θεωρείται σαν γραμμένος από τον ψυχοπομπό άγγελο στον κατάλογο τών μελλοθανάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + γράφω] … Dictionary of Greek
Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… … Dictionary of Greek